Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραδόσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραδόσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30 Νοεμβρίου 2020

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ (άρθρο για τα Μοιρολόγια της Μάνης)

Γριές και νέες άπασες προστρέχουν στο κλάμα πριν την κηδεία (πηγή MAnivoice)

Προσφάτως δημοσιεύτηκε άρθρο σε ξένα και ελληνικά μέσα καθώς και σε πλήθος μέσων κοινωνικής δικτύωσης που περιγράφουν τα μοιρολόγια της Μάνης με διαστρεβλωμένο και αλλοιωμένο τρόπο. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε και πήρε εκτεταμένες διαστάσεις. Για τον λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο να δημοσιεύσουμε Επιστολή Διαμαρτυρίας που συντάχθηκε από κάποιους Λάκωνες μελετητές προκειμένου να αποκατασταθεί η αλήθεια. Η επιστολή εστάλη σε διάφορα ΜΜΕ εδώ δημοσεύουμε αυτή που είχε αποδέκτη το «Βήμα».

Αξιότιμοι κ. συντάκτες της εφημερίδας

«ΤΟ ΒΗΜΑ»

Σε πρόσφατο άρθρο της εφημερίδας σας στις 18-11-2020, με τίτλο «Εκεί που το γυναικείο μοιρολόι είναι επάγγελμα» (Σάρα Χουτσάλ, επιμέλεια Δ. Κυρανούδη) και με επίκληση σε αυτό κυρίως φωτογραφικού υλικού και απόψεων για το θέμα της φωτογράφου κ. Ιωάννας Σακελλαράκη, περιέχονται – κατά την άποψη μας – εσφαλμένες πληροφορίες και ανακρίβειες.
Πιο συγκεκριμένα και μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά στο άρθρο σας, ότι τάχα στη Μάνη οι θρηνούσες γυναίκες πληρώνονταν και ότι παρίσταντο με αυτό το σκοπό στις κηδείες, ακόμα και άγνωστων σε αυτές προσώπων. Μάλιστα,αναφέρεται στο άρθρο σας ο υποτιμητικός για την περίσταση όρος «επάγγελμα».
Κατόπιν αυτών και προς αποκατάσταση της πραγματικότητας, θα θέλαμε να σας επισημάνουμε συνοπτικά τα εξής :
-Το μανιάτικο μοιρολόι ήταν αποτέλεσμα οικογενειακού πόνου και όχι κάποιας θρηνητικής επαγγελματικής (επί πληρωμή) υπηρεσίας, όπως εσφαλμένα και χωρίς τεκμηρίωση συνάγεται από το άρθρο σας.
-Για τους παλαιούς Μανιάτες το μοιρολόι ήταν ιερό καθήκον και όχι μεροκάματο.
-Αποτελεί σίγουρα απώλεια και μας προκαλεί λύπη, που παλαιοί Μανιάτες ακαδημαϊκοί, έχοντες ασχοληθεί με το μοιρολόι (Δ. Βαγιακάκος, Α Κουτσιλιέρης, Σ. Κουγέαςκ.ά), δεν είναι πια στην ζωή, με αποτέλεσμα ο καθένας να γράφει ότι επιθυμεί για το θέμα αυτό αβίαστα και χωρίς επιστημονική ή απλή κριτική. Ωστόσο υπάρχουν άλλοι σύγχρονοι μας, με σημαντικότατες μελέτες και συλλογές για το θέμα, όπως ο Κ. Κάσσης, ο Δ. Κατσουλάκος και ο Ε. Αλεξάκης, στους οποίους θα μπορούσατε να ανατρέξετε προτού ασχοληθείτε με το Μανιάτικο μοιρολόι.

-Προς επίρρωση των προαναφερθέντων σας παραθέτουμε ενδεικτική βιβλιογραφία:
Αλεξάκης Ε. «τα γένη και οι οικογένειες στην παραδοσιακή κοινωνία της Μάνης», Αθήνα 1980
Καλλιδώνη Πάνου. «Μανιάτικα Μοιρολόγια, ο θρύλος της Μάνης», Πειραιάς 1972
Πασαγιάννη Κ. «Μανιάτικα Μοιρολόγια και τραγούδια», Αθήνα 1928
Βαγιακάκου Δ. «Μέσα Μάνη: Ο τόπος, οι βυζαντινοί ναοί, οι πύργοι και το μοιρολόι», Παρνασσός , τεύχος .Θ, No.4, 1967, σελίδες 568-586
Κουγέα Σ. «Τραγούδια του Κάτω κόσμου, Μοιρολόγια της Μεσσηνιακής Μάνης», συλλογή ετών 1901 – 1904, Αθήνα 2000
Κάσση Κ. «Μοιρολόγια της Μέσα Μάνης», Αθήνα 1979
Κατσουλάκου Δ «Η νότια κοίλη Λακεδαίμων και τα μοιρολόγια της», εκδόσεις Πατάκη Αθήνα 2002
Κουτσιλιέρη Α. «Μανιάτικα Μελετήματα, ιστορικά – λαογραφικά – γλωσσικά», εκδόσεις Ιδιωτική, Αθήνα 1979
Ωστόσο πέραν των παραπάνω αναγνωρισμένων στο θέμα ακαδημαϊκών ο απλός κόσμος της Μάνης γνωρίζει επαρκώς την προφορική και την λαϊκή μας παράδοση.
Παρακαλούμε λοιπόν να δημοσιεύσετε αυτήν την σύντομη παρέμβαση μας επί του άρθρου σας, (άρθρου) που πιστεύουμε ότι χρήζει διόρθωσης.

(Σημείωση : Λόγω της εκτεταμένης ήδη αναπαραγωγής του άρθρου σας σε πολλά μέσα μεγάλης αναγνωσιμότητας, κρίναμε και εμείς σκόπιμο να δημοσιοποιήσουμε παράλληλα και ευρύτερα την παρούσα παρέμβαση μας για την καλύτερη ενημέρωση του κοινού).

Με εκτίμηση,

Γιάννης Μιχαλακάκος καθηγητής Οικιακής Οικονομίας Mcs Cultural Management
Νικόλαος Καλκάνης δικηγόρος
Γεώργιος Μουσούλης φιλόλογος
Δημήτρης Μαριόλης δικηγόρος – εθνολόγος ιστορικός
Γεώργιος Δημακόγιαννης εκδότης

16 Απριλίου 2019

Παλιά Καρυούπολη, ο "Μυστράς" της Μάνης και οι Φωκάδες.


Υπό Ιωάννου Κατσουλέα Κομνηνού

Στην Παλαιά Καρυούπολη στον «Μυστρά» της Μάνης, μεταξύ Βαχού και Δροσοπηγής (Τσεροβά) είναι το Καστρομονάστηρο των Φωκάδων
Οι Φωκάδες σήμερα στην Μάνη αποτελούνται από τους: Καβελιαράκης, Παπαδοθωμάκος,Πιερουτσάκος, Σκαντάλης ή Σκανταλάκος, Μανωλάκος,Αντωνάκος, Ζερβογιαννάκος, Χρυσικάκης..…κ.α)

Υπάρχουν δύο Εκδοχές για την παρουσία των Φωκάδων στην Μάνη.

1η εκδοχή : Ο Λέων Φωκάς (π. 915 - μετά από το 971) ήταν Βυζαντινός στρατηγός, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του, Νικηφόρο Φωκά, πολέμησαν επιτυχώς στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας, εναντίον του ισλαμικού Χαλιφάτου. Μετά την ανακήρυξη του αδελφού του, Νικηφόρου Β ΄(963-969), ως αυτοκράτορα, ο Λέων διορίσθηκε το 963 ως κουροπαλάτης, λογοθέτης του δρόμου και σύμβουλός του. Μετά τη δολοφονία του αυτοκράτορα από τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή και την άνοδο του τελευταίου στον θρόνο το 969, συνελήφθει από τον Τσιμισκή και εξορίστηκε. Δύο φορές προσπάθησε να ανακτήσει την εξουσία για την οικογένειά του, αλλά συνελήφθει και πάλι αλλά αυτήν την φορά ως συνωμότης κατά του θρόνου τυφλώθηκε με καυτό σίδερο και του κόψανε και την μύτη και οδηγήθηκε στην εξορία τυφλός και ρινότμητος. Η μοναδική διέξοδος επιβίωσης που είχε ήταν να περιενδυθεί το μοναχικό ράσο.
Αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες μονές, πιστεύεται ότι κατέφυγε αρχικά στη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος στο φίλο του αδελφού του Νικηφόρου, Αθανάσιο Αθωνίτη ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης. Πληροφορήθηκε όμως ότι επί των ιχνών του ευρίσκοντο άνθρωποι του Τσιμισκή να τον εξοντώσουν φοβούμενοι υποκίνηση στάσεως και Κατέφυγε στην Μάνη περί τα 980 οπου επί ενός οχηρού λόφου χτίζει ένα μοναστήρι και εγκαθίσταται.

Ο Λέων Φωκάς είχε αποκτήσει 4παιδιά σε γάμο και2 εκτός γάμου τους:
Νικηφόρος, Πατρίκιος, Βάρδας και Σοφία η οποία παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Σκληρό, αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή
Και οι Πέτρος και Μανουήλ όπου πολέμησε το 963/64 στη Σικελία κατά τη Σαρακηνών και πέθανε στη μάχη.

Τα παιδιά του πατρίκιος, Νικηφόρος, και Βάρδας, εξορίστηκαν, οι δυο πρώτοι στη Μύθημνα της Λέσβου, ο δε Βάρδας στην Αμάσεια, Ο Βάρδας Φωκάς στασίασε το 971 μ.Χ. και αντιμετωπίστηκε από το μάγιστρο Βάρδα Σκληρό

Ο Νικηφόρος επί Βασιλείας του είχε θεσπίσει Ένα καθοριστικό μέτρο σε ό,τι αφορά τα θέματα της εκκλησιαστικής διοίκησης που είχε λάβει ο Δολοφονηθείς αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς είναι το διάταγμα του 964, που απαγορεύει την ίδρυση μοναστηριών παρά μόνο σε έρημα μέρη, για παράδειγμα το Άγιο Όρος. Με βάση αυτό το διάταγμα ίδρυσε την μονή στην Καρυούπολη της Μάνης ο Λέων , που αποτέλεσε αργότερα τον βασικότερο άξονα στον εκχριστιανισμό των Σλάβων.
Απόγονοι του Λέοντος κάνουν την μονή καστρομονάστηρο με τείχος πολεμόπυργους, Αρχοντικό ,διοικητήριο, υποστατικά, κτήρια στρατωνισμού, πολλές γη στέρνες και εκκλησίες.
Το καστρομονάστηρο της Καρυούπολης βρίσκεται σε μεγάλη ακμή επί Εμμανουήλ Φωκά περίπου στα 1440, έπεσε όμως σε δυσμένεια από την οικογένεια και αναγκάζεται να εγκαταλήψει την Καρυούπολη περί τα 1470 όπου και κατέφυγε στην Κεφαλληνία .
Η οικογένεια των Φωκάδων έκτοτε έγινε πολυάριθμος και έχουν δημιουργηθεί εξ αυτής διάφορες οικογένειες οι οποίες φέρουν ως επώνυμα διακριτικά προσωνύμια με ενιαία όμως οικογενειακή συνείδηση, Αυτό δυναμώνει την οικογένεια η οποία παίζει σπουδαίο ρόλο στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της Μάνης.
Μεταξύ άλλων σημαντικών εκπροσώπων που υπογράφει την επιστολή προς τον πάπα της Ρώμης Γρηγόριο Γ΄ είναι και ο Καλαπόθος Φωκάς: «…εγό Καλαπόθος φουκάς στέργομαι το άνοθε γεγραμένο»
Το έτος 1618μ.χ. ο κόμης του Νεβέρ οργανώνει κίνημα εναντίον των Τούρκων και οι Μανιάτες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο.Σε επιστολή προς τον κόμη, υπογράφει ο Πατρίκιος Φωκάς: «…και εγό Πατρίκιος Φοκάς (πατρικιάνοι) προσκυνώ την υψηλότητα του αφεντία»
Η προσφορά της οικογένειας στον αγώνα είναι συνεχής και αδιάλειπτη. Στον πόλεμο των Ευρωπαίων της Ιεράς Συμμαχίας κατά των Τούρκων (1684-1699μ.χ.), διακρίνεται ο καπετάν Θωμάς Φωκάς.(Παπαδοθωμιάνοι)
Εγγόνια του Θωμά Φωκά είναι ο ιερομόναχος Ανανίας και ο Παπά Θωμάς που το 1793μ.χ εμφανίζονται να κυριαρχούν στο καστρομονάστηρο της Παλιάς Καρυουπόλεως, η οποία αποτέλεσε και τον τόπο της κατοικίας των Φωκάδων, πρίν την μετεγκατάσταση κάποιων εξ αυτών( Καβαλιεράκηδες) στην νέα Καρυούπολη.
Ο Θωμάς Φωκάς έχοντας την αρχηγία των Μανιατών πολέμησε σε όλες τις μάχες των Βενετών εναντίον των Τούρκων στην Πελοπόννησο, και η συμβολή του ήταν σημαντική. Για την προσφορά του αυτή στον πόλεμο τιμήθηκε από την Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας.

Το 1715 μ.Χ., γίνεται συνάντηση των προκρίτων και επισκόπων Μάνης, στο σπίτι του Αντώνη Καβαλιεράκη Φωκά στην Καρυούπολη, όπου επεβλήθη η άποψη του συμβιβασμού με τους Τούρκους. Κύριος υποστηρικτής ήταν ό Ηλίας Δοξας, όργανο των Τούρκων. Εκτός των άλλων με τον εχθρό συμβιβάστηκε και ο Γιαννάκης Κουτήφαρης. Οί Φωκάδες φυσικά, δεν αποδέχθηκαν την απόφαση του συμβιβασμού. Έτσι το 1718μ.χ δύο Μανιάτες καπετάνιοι, ο Αντώνης Καβαλιεράκης Κοσονάκος, από την Καρυούπολη, και ο Ξανθός Ξανθάκης από την Μηλιά, δολοφόνησαν τον Γιαννάκη Κουτήφαρη, στην μονή της Τίμιοβας.

Λογικό και αυτονόητο είναι, αυτό το γεγονός, αλλά και η στάση των Φωκάδων, να επισύρει την μανία των κουτηφαραίων και λοιπών ανταγωνιστών , και να προσπαθήσουν να τους εξοντώσουν. Η παράδοση αναφέρει ότι πολιόρκησαν το κάστρο της Παλιάς Καρυούπολης που ήταν ή βάση των Φωκάδων. Οι αμυνόμενοι αφού έκαναν Γεροντική αποφάσισαν να στείλουν τα γυναικόπαιδα και τους γέροντες στα Λουκάδικα όπου διέθετε κτήματα η οικογένεια, από δωρεές στη Παναργυρού (Παναγία αργυρού ), οι άνδρες θα έμεναν να αμυνθούν , Υπήρχε όμως αντίρρηση από τον Σκαντάλαρο Φωκά , ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι έπρεπε να εγκαταλήψουν όλοι την Π. Καρυούπολη.
Η διαφωνία υπήρξε μεγάλη και αποφάσισε η γεροντική να τον προειδοποιήσουν ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με το «Κόψιμο του σκοινιού» ότι δηλαδή αποξενώνεται από την οικογένεια, πράγμα που δέχτηκε ο Σκαντάλαρος και αφού έκοψε το σκοινί αποχώρισε με την οικογένειά του (Σκανταλαριάνοι) και έκτοτε θεωρείται αποξενωμένος, οι υπόλοιποι αγωνίστηκαν λυσσωδώς αλλά η παλιά Καρυούπολη έπεσε με πολλές απώλειες . Σε σημείο της Π. Καρυούπολης στήθηκαν κρεμάλες και έμεινε το τοπωνύμιο αυτό να λέγεται έτσι και σήμερα.
Ο ιερομόναχος Ανανίας μερικά χρόνια αργότερα τιμώντας την παράδοση και τους προγόνους του, ανακατέλαβε την Καρυούπολη, που διαμορφώθηκε πλέον σε μοναστήρι. Παρ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του με την επισκευή του ναού του Αγίου Γεωργίου, η ιστορική πόλη υπέκυψε στην μοίρα της και έπαψε να κατοικείται από το 1879μ.χ που έχουμε και την τελευταία αναφορά σε απογραφή. Ένας κλάδος των Φωκάδων οι Παπαδοθωμιάνοι, διατηρούν ακόμη σπίτια και κτήματα στην περιοχή Παναγίτσα και στην Δροσοπηγή αλλά και μέσα στον αρχαιολογικό σήμερα χώρο της παλιάς Καρυούπολης..

2η εκδοχή : Η καταγωγή των Φωκάδων της Μάνης προέρχονται απο τον Εμμανουήλ Φωκά ο οποίος ήρθε από την Κων/νουπολη όταν αυτή έπεσε στα 1453.
γράφει ο ιστορικός Ραφενελ.
Γενάρχης των Φωκάδων της Μάνης θεωρείται ο Εμμανουήλ Φωκάς, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1435μ.χ. «…απήλθεν εκείθεν κατά την άλωσιν 1453μ.χ και μετέβη εις Πελοπόννησον, εκείθεν δε το 1470μ.χ. εις Κεφαλληνίαν, ενώ λοιπά μέλη της οικογένειας παρέμειναν εν Πελοποννήσω»
(Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: Φωκάδες εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη επί Νικηφόρου Β΄Φωκά τον 10ο αιώνα, στην Κεφαλλονιά το 1470μ.χ, και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, της Αθήνας, και της Κέρκυρας σε διάφορες χρονικές περιόδους.

27 Φεβρουαρίου 2015

Ιστορίες και παραδόσεις της Μάνης.


Η νεράιδα των ελληνικών θρύλων, παραπέμπει άμεσα στις αρχαίες νύμφες. Στην αρχαιότητα, οι Νύμφες παντρεύονταν πολλές φορές κοινούς θνητούς.
Η ελληνική παράδοση είναι γεμάτη από ιστορίες σχέσεων νεράιδων και θνητών, οι οποίες κατέληγαν στη γέννηση παιδιών, από τα οποία ξεκίνησαν ολόκληρες πατριές.
Στη Μάνη η ιστορική οικογένεια των Μαυρομιχαλέων αυξήθηκε και πρόκοψε επειδή κάποτε ένας πρόγονος, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης, παντρεύτηκε μια βουβή νεράιδα με την οποία έκανε πολλά παιδιά.
Τα λεγόμενα "νεραϊδόσογα" είναι αμέτρητα σε πολλά μέρη της Ελλάδας και φανερώνουν ότι η σχέση κατοίκων του Αλλόκοσμου και ανθρώπων είναι κάτι παραπάνω από στενή.

Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης μπαίνοντας από το τυροκομείο στο σπίτι, άρπαξε ένα σκαμνί κι έκατσε κοντά στο σοφρά που τούχε στρωμένον η μάνα του.
-"Ν' ανάψω το φως;" τον ρώτησε κείνη. "Σκοτίδιασε"!
Δεν της αποκρίθη. Αλλά η μάνα ήξερε τα χούγια του γιού της. 'Αμα δεν της αποκρινόταν της έδινε συγκατάθεση. Έτσι κι ο πατέρας του, έτσι κι ο πάππος του, δεν τόχαν εύκολο το "ναι" σα να ντρεπόντανε, από περηφάνεια.
'Αγγιξε με την άκρη του μαύρου τσεμπεριού το βλέφαρό της, όπως έκανε πάντα, σα να δάκρυζε, κάθε φορά που θυμότανε τους πεθαμένους, τους αραχνιασμένους ανθρώπους. Έπειτα πέρασε στη φωτογωνιά, άναψε το λυχνάρι, το γέμισε λάδι με το ρογί και του τόφερε.
Η μικρή χρυσή φλόγα του φώτισε την πεντάλφα του λυχνοστάτη, το αμπάρι που ήταν γεμάτο λούπινα και καρπό, την κόρδα με τα κρεμμύδια και το πρόσωπο του Μαυρομιχάλη με τις άγριες μουστάκες, που τις έδενε πίσω από το ριζάφτι, σαν το Σκυλογιάννη. Η μάνα έβαλε το ψωμί, το φαΐ, το σκαμνί το δικό της κι αρχίσανε να τρώνε. 'Αξαφνα ο Μαυρομιχάλης χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο σοφρά:
-"Δε μπορώ να καταλάβω", είπε με θυμό, "ποιος βρήκε το κουράγιο να μπει στο τυροκομείο το δικό μου! για να κλέψει τυρί. Και δεν είναι για το τυρί. Τυρί έχομε, απ' όλα έχομε, μπερκέτι. Δεν το σηκώνω όμως να με κλέβουν, να πατάνε το σπίτι μου". Γύρισε προς τη μάνα του και τη ρώτησε: "Ποιός νάναι";
-"Τήγαρι ξέρω κι εγώ"!
-"Από πότε κλέβουνε";
-"Πάνε δυο μέρες και καρτέραγα να γυρίσεις από το βουνό με το κοπάδι για να στο πω". Ο άντρας έβγαλε το συμπέρασμα:
-"Εδώ μέσα μπαίνει άνθρωπος ξένος", φώναξε απότομα, φοβεριστά, "αλλά που θα μου πάει! Θα τον πιάσω κι ας είναι και βρυκόλακας..."
Οι δαχτυλάρες του Γιώργη του Μαυρομιχάλη παίξανε σα νάδραξαν, σα νάσφιξαν ανθρώπινο σβέρκο, ανθρώπινο καρίτζαφλα. Έπειτα ησύχασε λίγο. Μάνα και γιος ξανάρχισαν να τρώνε, να μιλάνε τρώγοντας. Είπανε για ένα βασιλικό καράβι εγγλέζικο θάταν που πέρασε ανοιχτά από τον Κάβο Γκρόσο. Οι Μεσομανιάτες δε χορταίνανε να το βλέπουν, ώσπου σκαπέτισε, χάθηκε πέρα στο πέλαγος. Στο Μεζάπο μάλιστα κουβεντιάστηκε πολυ και το ρεσάλτο. Είπανε να του ριχτούνε ξαφνικά του ξένου καραβιού και να το κουρσέψουνε, αλλά μετανιώσανε την τελευταία στιγμή.
-"Δε θάχανε μπατσέρα για κούρσο!" είπε χαμογελώντας η μάνα, που τάξερε αυτά από τα παληά χρόνια, από τα νειάτα της. Και θυμήθηκε τα τραγούδια του φόβου, όπως τον ένοιωθαν τότε οι καπεταναίοι των ξένων καραβιών, κάθε φορά που ζυγώνανε τα βράχια της Μάνης:
Από τον Κάβο Ματαπά
σαράντα μίλια αλαργινά
κι από τον Κάβο Γκρόσο
σαράντα κι άλλο τόσο.
Είπαν ύστερα για τον Αναστάση και για τον γιο του, που ο πρώτος είχε χτυπηθεί βαρειά στο κεφάλι κι ο δεύτερος ξέσκουρα στο βυζί. Τα μαντάτα τάχε φέρει ο Καλαπόθος, ο Τρικούτελος, από τη Μελτίνη, όπου κατεβήκανε οι Μπαρδουνιώτες, οι Τουρκαρβανίτες, για να πατήσουν τη Στροτζά, να κάψουνε τα μπαρούτια της. Η Μαυρομιχάλαινα σταυροκοπήθηκε, γυρίζοντας το μελαψό της πρόσωπο κατά την Ανατολή. Μάνα και γιος σωπάσανε για λίγο.
-"Ας είναι καλά η Μάνη!" είπε ο γιος χτυπώντας το σοφρά με τη χερούκλα του.
"Ας είναι καλά οι πέτρες, τα κοτρώνια της Μάνης και τα στριγγλολάγκαδα. Ακούς γρηά;
Αυτά νάναι καλά και να βρίσκουμε μπαρουτόβολο για τις μπάλλες.
Και λίγη ξεροκαυκάλα για φαΐ. Τίποτ' άλλο δε θέλομε. Κι από τον Πενταδαχτυλιά κι εδώθε ο Τούρκος δε θα ρίξει ρίζα ποτέ, όπως δεν έρριξε ως τώρα. Σου το δίνω γραφτό".
Η μάνα μαζεύτηκε, μίκρηνε, ακούγοντάς τον.
Ο Μαυρομιχάλης ανασηκώθηκε μονομιάς και καθώς ήτανε ψηλός η κούτρα του σα ν' ακούμπησε τη κορφή της κάμαρας, σα ν' άγγιξε το μεσοδόκι. "Αύριο" είπε βγαίνοντας από την πόρτα, "θα μείνω εγώ στο σπίτι και θα πας εσύ με το κοπαδι στο βουνό. Τον κλέφτη που μου παίρνει το τυρί, πρέπει να τον πιάσω".
-"Όπως θέλεις γιε μου", ψιθύρισε η μάνα του. "Εσύ είσ' ο κάπος".
Ήταν καλοκαίρι κι ο γιος πήγε και ξάπλωσε στο λιακό, εκεί που ξεραίνανε τα σύκα.
Όλα φουρφουλίζανε γύρω-γύρω, όπως κάνουν τα δέντρα τη νύχτα, όπως κάνουν τα νερά.
Ο αέρας φυσούσε δροσερός, ο θαλασσινός από τα Μοθοκόρωνα, ο στεριανός από τη μεριά του λαγκαδιού, ανάμεσα στο Κάστρο της Κελεφάς και το Βοίτυλο, κει που κοιμάται ο δράκος, ο Κάκαβος με τα φλουριά γεμάτος.
Το φεγγάρι έλαμπε απάνου από την Τσίμοβα, στο Κουσκούνι, φωτίζοντας όλο το μεγάλο διάσελο, από τη Σαγγιά ως τη Μέσα Μάνη, ως εκεί που η στερνή πέτρινη καταβολάδα του Ταΰγετου πέφτει, στ' αρμυρό νερό, περνώντας ανάμεσα Μαρινάρι και Πόρτο Κάγιο.
Στο πεζούλι, τα μικρά παιδιά από τα γύρω λιγοστά και σκόρπια σπίτια, παρακαλούσαν, όπως γινότανε πάντα το καλοκαίρι με το φεγγάρι, τη Μαυρομιχάλαινα:
-"Για πες μας, για τη κουρμαδιά και για τις Νεράιδες. Πως έγινε; Που ήταν η βάρκα";
-"Να, καρσί μας ήτανε. Εκεί που πάει να στρίψει ο δρόμος του Λιμενιού για ν' αγναντέψει το Καραβοστάσι.
Στο ψήλωμα, στο μοναστήρι, εζούσε ένας καλόγερας. Κι από το μοναστήρι κατέβαινε πότε-πότε, τη νύχτα στη θάλασσα για να ρίξει τα παραγάδια. Μια τέτοια νύχτα ήρθαν οι Νεράιδες και τον πήρανε".
-"Από που ήρθαν, κυρά";
-"Από τα μέρη της Μπαρμπαριάς. Αποκεί έρχονται στον τόπο μας οι Νεράιδες".
-"Κι ήταν πολλές";
-"Τρεις. Η μια καλλίτερη από την άλλη, λουσοχτενισμένες κι οι τρεις, λιγνές, με τα χρυσά τους πασουμάκια και με τις μεγάλες άσπρες μπαμπακέλες τους, που παίζανε με τον αέρα. Η καθεμιά βάσταγε ένα κόκκινο περιστέρι στα χέρια, δικέφαλο".
-"Με δυο κεφάλια, κυρά";
-"Με δυο κεφάλια".
-"Και κόκκινο";
-"Κόκκινο, μπουγαζί, του Τρισκατάρατου, του Οξαποδώ".
-"Και τον καλόγερα τι τον κάμανε, κυρά; Του πήρανε τη φωνή του";
-"Όχι. Δεν του κάμανε κακό. Μια είπε στην αρχή, να τον σηκώσουν από τις αμασκάλες και να τον πετάξουν στο γιαλό. Αλλά οι δυο άλλες τον ελυπήθηκαν. Λύσαν το παλαμάρι κι εβγήκαν στ' ανοιχτά. Τράβηξαν κάτω, για την Καραβόπετρα κι έπειτα άλλαξαν ρότα, πέρασαν έξω από το Βενέτικο κι έβαλαν πλώρη για το κανάλι της Μάλτας".
-"Και τι κάμαν οι Νεράιδες, κυρά";
-"Η μια, η πιο μεγάλη, έπαιζε το λαβούτο της κι οι άλλες δυο, οι πιο μικρές χορεύανε και τραγουδούσανε όλη τη νύχτα. Ώσπου βγήκε τ' άστρι που διώχνει τα στοιχειά, ο αημερινός και γυρίσανε πάλι στο Λιμένι, στα Μαυρομιχαλιάνικα.
Ξαναδέσανε το παλαμάρι στα βράχια και σε λίγο χαθήκαν με τα περιστέρια τους, γινήκανε καπνός".
-"Κι ο καλόγερας";
-"Έτριψε τα μάτια του, νομίζοντας πως καταφυγγιάστηκε, πως τάδε όλα στ' όνειρό του. Αλλά μες στη βάρκα βρήκε πούπουλα κόκκινα και κάτω από τα πούπουλα ένα παράξενο κουκούτσι.
Τρόμαξε.
Τα πούπουλα τα σκόρπισε στη θάλασσα και το κουκούτσι το πέταξε στην ανηφοριά. Αυτό το κουκούτσι είναι ο ψηλότερος κουρμάς που βλέπουμε στον τόπο μας, χρόνια και χρόνια".
-"Ο πάππος μου", λέει ένας μικρός, "έχει ακουστά πως βγήκανε κουρσάροι στα βράχια μας κι είχανε και κουρμάδες μαζί τους.
Κι ένα από τα κουκούτσια π' αφήσανε στο κολατσιό τους, φύτρωσε, ψήλωσε, έγινε ο κουρμάς του Λιμενιού".
-"Τα ξέρω", είπε η Μαυρομιχάλαινα θυμωμένη, "κουρσάροι ήρθανε πολλές φορές στον τόπο μας από τη Μπαρμπαριά.
Αλλά τον κουρμά τον έφεραν οι Νεράιδες..."
Ο Γιώργης ο Μαυρομιχάλης, δεν πήγε με το κοπάδι το άλλο πρωΐ, έστειλε στο βουνό τη μάνα του κι εκείνος έμεινε να φυλά καραούλι να πιάσει τον κλέφτη του μαντριού.
Τίποτα δε φαινότανε και καθώς η ώρα προχωρούσε, γλαρώθηκε στη θέσι του. 'Αξαφνα άκουσε ανάμεσα στα βράχια τσάχαλα, πατημασιές.
Με το δεξί του χέρι έπιασε την πιστόλα, το γαργάλι της πιστόλας και περίμενε.
Αλλά το χέρι του πάγωσε μονομιάς, γιατί εκείνο που πρόβαλε σε λίγο δεν ήταν άνθρωπος.
Ήτανε Νεράιδα.
Ταμπουρώθηκε κάπου και με το μάτι περίμενε να την ξεχωρίσει πιο καλά.
Η Νεράιδα πέρασε από μπροστά του κι αντίς να του πάρει τη μιλιά του χαμογέλασε κι ο άντρας με το αίμα του, με τα ψαχνά του, με τα κόκκαλά του, κατάλαβε πως ήταν γυναίκα, γλυκειά γυναίκα.
Τη σήκωσε με τα χοντρά του χέρια, την πήρε και την έφερε ζαλισμένος στο σπίτι του, όπου την απόθεσε απάνου στη μεγάλη κασέλλα με την αντρομίδα και τα φαντά.
Δεν ήξερε να του μιλάει, να του αποκρένεται. Ήξερε μόνο να του χαμογελά κι ο Μαυρομιχάλης δεν ήθελε τίποτ' άλλο για να την κάμει δικιά του, για να σκύψει απάνου της και να τη ρουφήξει, όπως ρουφάνε οι διψασμένοι στον αυλό της βρύσης το νερό.
Αυτή η νια πόμοιαζε με μαλαματόβεργα, ανέβαινε από τα βράχια στο τυροκομείο κι έπαιρνε το τυρί. Δεν είχε τίποτ' άλλο για να ζήσει.
Τη πήρε γυναίκα του, έκανε μαζί της πολλά παιδιά κι η Νεράιδα του Γιώργη του Μαυρομιχάλη, όπως τη λέγανε σ' όλα τα χωριά, ρίζωσε και γίνηκε Μανιάτισσα.
Λένε, πως ήτανε κάποια βασιλοπούλα, κάποια πριγκηπέσσα από την Ιταλία, από τη Φραγκιά, που επειδή έπεσε σε μεγάλο κρίμα, έδωσε διάτα ο πατέρας της να τη σκοτώσουνε.
Αλλά η μάνα της, που πονούσε το σπλάχνο της, δεν άφισε να γίνει κρίμα.
Την έβαλε σ' ένα καράβι κι είπε στον καπετάνιο να την αφήσει στο πιο ξερό, στο πιο γυμνό, στο πιο έρημο μέρος που υπάρχει στη Μεσόγειο κι ο καπετάνιος την άφησε στα βράχια της Μάνης.
Ύστερα από χρόνια, ο πατέρας της, πεθαίνοντας, ένιωσε βάρος στη συνείδησή του γιατί εσκότωσε την κόρη του. Αλλά η μητέρα τον ξαλάφρωσε αποκαλύπτοντας το μυστικό της, τούπε πως την έστειλε με καράβι μακρυά, από κείνα τα χρόνια.
Την αναζητήσανε, στείλανε νέο καράβι στη Μάνη κι όταν τη βρήκανε, της είπαν να ξαναγυρίσει στον πατέρα της, που την είχε συχωρέσει, που πρόσμενε τη συχώρεσή της κι αυτός.
Τη συχώρεση του την έστειλε, αλλά δε γύρισε, δε θέλησε να γυρίσει στον τόπο της γιατί είχε πια δεθεί με τον τόπο του αντρός της.
Σ' αυτή τη γυναίκα, στο αίμα αυτής της γυναίκας, λένε πως χρωστούν οι Μαυρομιχαλαίοι την ομορφιά της ράτσας τους.
Σοφία Ηλέκτρα